- φαινοαντίγραφο
- το, Νβιολ. μη κληρονομική φαινοτυπική μεταβολή, που οφείλεται σε ιδιαίτερες συνθήκες τού περιβάλλοντος, οι οποίες διεγείρουν μια γενετικώς καθορισμένη μεταβολή, και η οποία μιμείται έναν παρόμοιο φαινότυπο που οφείλεται σε μια γενική μετάλλαξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. phenocopy < pheno- (< phenotype, βλ. φαινότυπος) + copy «αντίγραφο»].
Dictionary of Greek. 2013.